Αιματολογικός Έλεγχος

Η Γενική εξέταση αίματος αποτελείται από αρκετές επιμέρους εξετάσεις που επιτρέπουν την εκτίμηση των διαφόρων κυτταρικών συστατικών του αίματος.

Είναι η πιο διαδεδομένη εξέταση αίματος και χρησιμοποιείται σε εξετάσεις ρουτίνας προσυμπτωματικού ελέγχου, στην αξιολόγηση νόσων και λοιμώξεων ενώ αποτελεί ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο για την παρακολούθηση πιθανών παρενεργειών από την οξεία ή μακροχρόνια χρήση φαρμακευτικής αγωγής.

Περιλαμβάνει την καταμέτρηση και τη μορφολογική εξέταση των ερυθρών και των λευκών αιμοσφαιρίων, του αριθμού των αιμοπεταλίων, του αιματοκρίτη και της αιμοσφαιρίνης.

Η γενική αίματος είναι μια εξέταση ρουτίνας που αποτελείται από αρκετές επιμέρους παραμέτρους, επιτρέποντας την εκτίμηση των διαφόρων κυτταρικών συστατικών του αίματος. Η εξέταση αυτή αποτελεί συχνά μέρος μιας ιατρικής αξιολόγησης και χρησιμεύει για τον έλεγχο πολλών διαταραχών και λοιμώξεων. Τα αποτελέσματά της ερμηνεύονται σε σύγκριση με τις τιμές αναφοράς που εξαρτώνται από το φύλο και την ηλικία.
Η μέτρηση της ταχύτητας καθίζησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων (ΤΚΕ), χρησιμοποιείται για τη γενική αξιολόγηση της δραστηριότητας των λοιμώξεων, των φλεγμονών, κάποιων αυτό-άνοσων διαταραχών και αλλοιώσεων των κυττάρων του αίματος.

Τα δικτυοερυθροκύτταρα σχηματίζονται στο μυελό των οστών, φθάνουν σε ωριμότητα μετά από 1 ημέρα στην κυκλοφορία του αίματος και αποτελούν δείκτη της λειτουργίας του μυελού των οστών, γι’ αυτό χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της δραστηριότητας του μυελού των οστών, στην αναιμία και σε άλλες αιματολογικές καταστάσεις.

Η αφυδρογονάση της 6-φωσφορικής γλυκόζης (G6PD) είναι ένα ένζυμο που φυσιολογικά υπάρχει στα ερυθροκύτταρα και τα προστατεύει από βλάβες. Τυχόν ανεπάρκεια του ενζύμου G6PD είναι μια γενετική διαταραχή που παρουσιάζεται κυρίως σε άνδρες και που οδηγεί σε υπερχολερυθριναιμία, ίκτερο και αιμόλυση των ερυθρών αιμοσφαιρίων, δημιουργώντας αναιμία μετά τη λήψη ορισμένων φαρμάκων.
Η ηλεκτροφόρηση της αιμοσφαιρίνης χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των μη φυσιολογικών τύπων αιμοσφαιρίνης στο αίμα και είναι ιδιαίτερα βοηθητική για την μελέτη διαφόρων αιμοσφαιρινοπαθειών (μεσογειακή αναιμία, θαλασσαιμίες, δρεπανοκυτταρικά σύνδρομα κ.λπ.)

  • Τεστ δρεπάνωσης: χρησιμοποιείται ως αρχική εξέταση για τον έλεγχο της δρεπανοκυτταρικής αναιμίας και της παρουσίας της παθολογικής αιμοσφαιρίνης S.
  • Β‐Μεσογειακή Αναιμία (Β‐Θαλασσαιμία) : εκδηλώνεται στα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού με σοβαρή αναιμία. Η νόσος κληρονομείται με αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο, πράγμα που σημαίνει ότι για να νοσήσει ένα άτομο θα πρέπει να έχει κληρονομήσει δύο μεταλλαγμένα αλληλόμορφα του γονιδίου της β‐σφαιρίνης (ένα από τον πατέρα κι ένα από τη μητέρα του).
Το επίχρισμα αίματος χρησιμοποιείται συχνά για τον προσδιορισμό παθολογικών καταστάσεων που επηρεάζουν έναν ή περισσότερους τύπους κυττάρων και για να οριστούν οι θεραπείες για αυτές τις καταστάσεις. Συνήθως, αποτελεί τον διαδοχικό έλεγχο (follow-up) μη φυσιολογικών αποτελεσμάτων γενικής αίματος.

Τα ευρήματα από την αξιολόγηση του επιχρίσματος αίματος συνήθως σε συνδυασμό με την κλινική εικόνα του ασθενούς υποδηλώνουν την παρουσία μιας υποκείμενης νόσου, μας πληροφορούν για τη σοβαρότητά της και δείχνουν την ανάγκη για περεταίρω διαγνωστικές εξετάσεις.
  • Η ομάδα αίματος ABO είναι ο τύπος του αίματος ενός ατόμου έτσι όπως προκύπτει από τις γενετικές πληροφορίες. Οι τέσσερις πιο κοινοί φαινότυποι είναι: Α, Β, ΑΒ και Ο.
  • Ο τύπος ή ομάδα Rhesus (Rh) αναφέρεται στο κατά πόσο το αντιγόνο Rh υπάρχει (Rh θετικό) ή δεν υπάρχει (Rh αρνητικό) στην επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων ενός ατόμου. Στην εγκυμοσύνη, τα αντισώματα από τη Rh αρνητική μητέρα μπορεί να προκαλέσουν αιμόλυση στα ερυθροκύτταρα του εμβρύου που έχει κληρονομήσει το Rh θετικό αντιγόνο από τον πατέρα (εμβρυϊκή ερυθροβλάστωση, ή αιμολυτική νόσος των νεογνών).
  • Αυτή η εξέταση προσδιορίζει τον ειδικό ΑΒΟ και Rh φαινότυπο, καθορίζοντας ποιά από τα αντιγόνα Α και Β των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος είναι παρόντα καθώς και αν υπάρχει το αντιγόνο Rh0(D).
Η άμεση αντίδραση Coombs χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του αίματος πριν από κάποια μετάγγιση. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την ανίχνευση περιπτώσεων ευαισθητοποίησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων μετά από τη λήψη ορισμένων φαρμάκων ή μετά από μεταγγίσεις. Στα έμβρυα, σε περίπτωση υποψίας ερυθροβλάστωσης, η εξέταση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό αντισωμάτων στα ερυθρά αιμοσφαίρια του βρέφους.

Η έμμεση αντίδραση Coombs χρησιμοποιείται για την ανίχνευση παθολογικών αντισωμάτων στο ορό του ασθενούς, που μπορεί να δράσουν αρνητικά έναντι των μεταγγιζόμενων ερυθρών αιμοσφαιρίων.

Έχετε απορίες;

Ενημερωθείτε για τον Αιματολογικό Έλεγχο και κλείστε το ραντεβού σας σήμερα.