Η διαδικασία της αιμόστασης περιλαμβάνει πολλά βήματα και την εύρυθμη λειτουργία μιας μεγάλης ποικιλίας από παράγοντες πήξης και άλλες ουσίες. Ο χρόνος προθρομβίνης (ProthrombinTime, ΡΤ) χρησιμοποιείται για να εκτιμήσει πόσο καλά λειτουργεί η διαδικασία πήξης.
Ο χρόνος που απαιτείται ώστε να σταματήσει να ρέει το αίμα από μια μικρή πληγή ή τσίμπημα του ωτός.
Το ινωδογόνο (παράγοντας Ι της πήξης) είναι ένα πολυπεπτίδιο το οποίο συντίθεται στο ήπαρ. Κατά τη διάρκεια της αιμόστασης, η θρομβίνη διεγείρει το σχηματισμό του ινώδους από ινωδογόνο. Αυτό το ινώδες, με την προσθήκη του σταθεροποιητικού παράγοντα του ινώδους (παράγοντας XIII της πήξης), σχηματίζει έναν σταθερό θρόμβο ινώδους στη θέση τραυματισμού.
Η μέτρηση του χρόνου ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης (ΑΡΤΤ) στο πλάσμα, χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της θεραπείας με ηπαρίνη ως συμπληρωματική εξέταση για τον έλεγχο ορισμένων ανεπαρκειών παραγόντων της πήξης καθώς και για την ανίχνευση ορισμένων αναστολέων της πήξης, όπως το αντιπηκτικό λύκου.
Η εξέταση Αντιπηκτικό Λύκου είναι μια σειρά από δοκιμασίες που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση του Αντιπηκτικού Λύκου (LA) στο αίμα. Το Αντιπηκτικό Λύκου είναι ένα αυτοαντίσωμα που σχετίζεται με τον υπερβολικό σχηματισμό θρόμβων αίματος.
Η ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C βρίσκεται στο πλάσμα, είναι μια γλυκοπρωτεΐνη εξαρτώμενη από τη βιταμίνη Κ και λειτουργεί ως αντιπηκτικό αναστέλλοντας τους παράγοντες της πήξης V και XIII.
Η πρωτεΐνη S βρίσκεται στο πλάσμα, είναι μια γλυκοπρωτεΐνη εξαρτώμενη από τη βιταμίνη Κ, συντίθεται στο ήπαρ και συμμετέχει στη διαδικασία πήξης του αίματος.
Ο προσδιορισμός των δ-διμερών στο πλάσμα χρησιμοποιείται για την εργαστηριακή επιβεβαίωση (ή τον αποκλεισμό) της οξείας πνευμονικής εμβολής ή της θρόμβωσης των εν τω βάθει φλεβών και για τη διάγνωση της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης.
Η αντιθρομβίνη ΙΙΙ (ΑΤ-ΙΙΙ), είναι μια πρωτεΐνη που συντίθεται από το ήπαρ και η δράση της καταλύεται από την ηπαρίνη. Ο ρόλος της αντιθρομβίνης ΙΙΙ είναι να απενεργοποιεί τη θρομβίνη και άλλους παράγοντες πήξης, αναστέλλοντας έτσι την διαδικασία της πήξης. Η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ της θρομβίνης και της αντιθρομβίνης ΙΙΙ καθιστά εφικτή την αιμόσταση.
Η μέτρηση της Anti – Xa δραστικότητας της ηπαρίνης χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των επιπέδων της ηπαρίνης στο πλάσμα ασθενών υπό θεραπεία με μη κλασματοποιημένη (UFH) και χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνη (LMWH).
Μονογονιδιακή κληρονομική ασθένεια, η οποία μεταδίδεται από τους γονείς – φορείς των μεταλλάξεων στα παιδιά και προκαλεί την ινοκυστική νόσο. Χαρακτηρίζεται από συμπτώματα στο αναπνευστικό και πεπτικό σύστημα, καθώς και από διαταραχές ανάπτυξης. Στους άνδρες προκαλεί στειρότητα σε μεγάλο ποσοστό. Η διερεύνησή της αποτελεί κομμάτι του προγεννητικού ελέγχου (λαμβάνεται δείγμα χοριακής λάχνης μετά την όγδοη εβδομάδα της κύησης).