Γλωσσάριο

Η μέτρηση του σακχάρου στο αίμα, χρησιμοποιείται για τη διάγνωση και παρακολούθηση της αντιμετώπισης του σακχαρώδους διαβήτη και άλλων διαταραχών του μεταβολισμού των υδατανθράκων, συμπεριλαμβανομένου του διαβήτη κύησης, της νεογνικής υπογλυκαιμίας, της ιδιοπαθούς υπογλυκαιμίας και του καρκίνου των νησιδίων του παγκρέατος.
Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη HbA1c αποτελεί μια πολύ καλή εκτίμηση του κατά πόσο καλά έχουν ελεγχθεί τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα κατά τους προηγούμενους 3-4 μήνες. Η υπεργλυκαιμία σε διαβητικούς ασθενείς είναι η πιο συνηθισμένη αιτία της αύξησης της HbA1c.
Η καμπύλη γλυκόζης ή σακχάρου ή αλλιώς δοκιμασία ανοχής γλυκόζης μετράει την ικανότητα του σώματος να χρησιμοποιεί τη γλυκόζη, τον υδατάνθρακα που είναι η κύρια πηγή ενέργειας του σώματος. Η καμπύλη σακχάρου μπορεί να εντοπίσει ανωμαλίες στον τρόπο με τον οποίο ο οργανισμός χειρίζεται τη γλυκόζη μετά το γεύμα, συχνά πριν η μέτρηση της γλυκόζης αίματος νηστείας γίνει παθολογική. Η καμπύλη γλυκόζης χρησιμοποιείται για τη διάγνωση του διαβήτη, του προ-διαβήτη καθώς και για τη διάγνωση του διαβήτη κύησης. Η καμπύλη γλυκόζης χρησιμοποιείται επίσης στον εργαστηριακό έλεγχο της μεγαλακρίας.
Η ουρία παράγεται στο ήπαρ, ως αποτέλεσμα του μεταβολισμού των πρωτεϊνών. Η ουρία μεταφέρεται με το αίμα στους νεφρούς όπου απεκκρίνεται. Δεδομένου ότι η ουρία αποβάλλεται μέσω της κυκλοφορίας του αίματος από τους νεφρούς, η μέτρηση της συγκέντρωσής της στο αίμα αποτελεί έναν έλεγχο της νεφρικής λειτουργίας και πιο συγκεκριμένα, της σπειραματικής λειτουργίας. Η ουρία του αίματος προσδιορίζεται συνήθως σε συνδυασμό με το επίπεδο κρεατινίνης κατά την εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας. Και οι δυο αυτές παράμετροι θα πρέπει να αξιολογούνται πριν από τη χορήγηση οποιασδήποτε νεφροτοξικής φαρμακευτικής αγωγής.
Η κρεατινίνη είναι το μη πρωτεϊνικό τελικό προϊόν της αναερόβιας παραγωγής ενέργειας από το μεταβολισμό της φωσφορικής κρεατίνης στους σκελετικούς μυς. Η κρεατινίνη παράγεται συνεχώς και απεκκρίνεται εξ ολοκλήρου από τα νεφρά. Τα επίπεδα κρεατινίνης επηρεάζονται κυρίως από τη νεφρική λειτουργία και έτσι η μέτρηση της κρεατινίνης είναι πολύ χρήσιμο εργαλείο στην αξιολόγηση της νεφρικής λειτουργίας.
Τα τριγλυκερίδια είναι εστέρες της γλυκερόλης με 3 μόρια λιπαρών οξέων μακράς αλυσίδας. Συντίθενται εν μέρει στο ήπαρ και εν μέρει προέρχονται από τη διατροφή. Αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων στο πλάσμα είναι ενδεικτικά μεταβολικής ανωμαλίας και μαζί με την αυξημένη χοληστερόλη, θεωρούνται παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση αθηροσκλήρωσης. Η υπερτριγλυκεριδαιμία μπορεί να είναι κληρονομικής αιτιολογίας ή να συσχετίζεται με απόφραξη των χοληφόρων, με σακχαρώδη διαβήτη, με νεφρωσικό σύνδρομο, με νεφρική ανεπάρκεια ή με μεταβολικές διαταραχές που σχετίζονται με ενδοκρινικές παθήσεις. Τα αυξημένα τριγλυκερίδια μπορεί επίσης να προκαλούνται από φάρμακα (π.χ. πρεδνιζόνη). Σε γενικές γραμμές, η μέτρηση των τριγλυκεριδίων του ορού, χρησιμοποιείται για την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασθενείς με αυξημένη χοληστερόλη.
Η χοληστερίνη ή χοληστερόλη είναι λιπαρή στερόλη που βρίσκεται στη μεμβράνη των κυττάρων όλων των ιστών του σώματος, καθώς και στο πλάσμα του αίματος όλων των ζώων. Η χοληστερίνη, όταν υπάρχει στο αίμα σε υπερβολικές τιμές (υπερχοληστερολαιμία) αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακών ασθενειών, που μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιακό ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (LDL ή «κακή χοληστερόλη»), μεταφέρει την περίσσεια χοληστερόλης, έχει όμως την τάση να την μεταφέρει στις αρτηρίες και μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη της αθηροσκλήρωσης. Έτσι, είναι καλύτερο να είναι χαμηλά επίπεδα της LDL ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος ανάπτυξης αθηρωματικής νόσου.
Οι πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνες (Very Low Density Lipoprotein, VLDL) μεταφέρουν τη χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια του σώματος στο πλάσμα, από το ήπαρ στα υπόλοιπα όργανα του σώματος και αποτίθενται στους περιφερειακούς ιστούς. Η μέτρηση της VLDL χοληστερίνης στον ορό, χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων. 
Η χοληστερόλη που υπάρχει στις καλές (HDL) λιποπρωτεΐνες είναι η καλή (HDL) χοληστερόλη. Τα HDL σωματίδια έχουν την ικανότητα να παίρνουν τη χοληστερόλη από τα τοιχώματα των αγγείων και να τη μεταφέρουν στο ήπαρ, έτσι ώστε να απομακρυνθεί από τον οργανισμό. Οι HDL αποτελούν δηλαδή το μηχανισμό άμυνας του οργανισμού για τον περιορισμό της διαδικασίας φθοράς των αγγείων.
Ο αθηρωματικός δείκτης αφορά στα επίπεδα χοληστερίνης που υπάρχουν στον οργανισμό μας και είναι εξαιρετικά χρήσιμος για την αξιολόγηση του κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων.
Η ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (AST) ή αλλιώς οξαλοξική τρανσαμινάση (SGOT) είναι ένα ένζυμο που βρίσκεται κυρίως στην καρδιά, το συκώτι και τους μύες. Απελευθερώνεται στην κυκλοφορία μετά από τον τραυματισμό ή το θάνατο των κυττάρων. Τα επίπεδα της AST συνήθως αυξάνονται εντός 12 ωρών από τον τραυματισμό και παραμένουν αυξημένα για 5 ημέρες. Έτσι, η εξέταση αυτή είναι μία από τις πολλές που πραγματοποιούνται όταν υπάρχει βλάβη στο μυοκάρδιο, όπως στο έμφραγμα του μυοκαρδίου καθώς και κατά την αξιολόγηση ηπατικής βλάβης.
Η πυροσταφυλική τρανσαμινάση (SGPT) ή αλλιώς αμινοτρανσφεράση της αλανίνης (ALT) είναι ένα ένζυμο που βρίσκεται στα νεφρά, την καρδιά και στους σκελετικούς μύες, αλλά κυρίως στο ήπαρ. Λειτουργεί ως καταλύτης στην αντίδραση για την παραγωγή αμινοξέων. Η SGPT αξιολογείται μαζί με την Αμινοτρανσφεράση του Ασπαρτικού (Οξαλοξική Τρανσαμινάση) (SGOT/AST) για την παρακολούθηση της ηπατικής βλάβης. Οι τιμές των δύο τρανσαμινασών συνήθως υπάρχουν σε μια αναλογία περίπου 1:1.
Η γ-γλουταμυλτρανσφεράση (γ-GT) είναι ένα ένζυμο που βρίσκεται κυρίως στα χοληφόρα αγγεία και στο συκώτι και σε μικρότερο βαθμό σε άλλα όργανα όπως στην καρδιά, στους νεφρούς, στο πάγκρεας, στον εγκέφαλο, στους σιελογόνους αδένες, στον προστάτη και στον σπλήνα.
Η μέτρηση της γ-γλουταμυλτρανσφεράσης χρησιμοποιείται στη διάγνωση και την παρακολούθηση των ηπατοχολικών νοσημάτων και αποτελεί μέχρι σήμερα τον πιο ευαίσθητο ενζυμικό δείκτη για τα ηπατικά νοσήματα.
Όταν κυκλοφορούν αυξημένες ποσότητες ουρικού οξέος στον ορό (υπερουρικαιμία), εναποτίθενται στις αρθρώσεις και τους μαλακούς ιστούς και προκαλούν ουρική αρθρίτιδα, μία φλεγμονώδη αντίδραση στην εναπόθεση των κρυστάλλων του ουρικού οξέος. Καταστάσεις αυξημένης κυτταρικής ανανέωσης και μειωμένης νεφρικής απέκκρισης του ουρικού οξέος μπορεί να προκαλέσουν υπερουρικαιμία. Αυξημένες ποσότητες ουρικού οξέος στα ούρα μπορεί να οδηγήσουν στο σχηματισμό λίθων στα νεφρά.
Γενικότερα, η μέτρηση του ουρικού οξέος στον ορό χρησιμοποιείται για τη διάγνωση και την παρακολούθηση της θεραπείας της νεφρικής ανεπάρκειας και πολλών άλλων διαταραχών συμπεριλαμβανομένης της ουρικής αρθρίτιδας, της λευχαιμίας, της ψωρίασης καθώς και για την παρακολούθηση ασθενών που λαμβάνουν κυτταροτοξικά φάρμακα.
Η αλκαλική φωσφατάση (ALP) φυσιολογικά εκκρίνεται από το ήπαρ στη χολή. Αυξημένα επίπεδα αλκαλικής φωσφατάσης βρίσκονται συχνότερα κατά τη διάρκεια περιόδων ανάπτυξης των οστών (όπως στα παιδιά), σε διάφορους τύπους νόσων του ήπατος και στην απόφραξη των χοληφόρων. Η μέτρηση της αλκαλικής φωσφατάσης χρησιμοποιείται για τη διάγνωση και την παρακολούθηση της θεραπείας πολλών νοσημάτων του ήπατος, των οστών, του γαστρεντερικού συστήματος και των παραθυρεοειδών αδένων.
Η χολερυθρίνη, η οποία είναι ένα από τα συστατικά της χολής, σχηματίζεται στο ήπαρ, στο σπλήνα και στο μυελό των οστών και έχει τρία είδη, ολική άμεση και έμμεση. Συνήθως, μετράται μόνο η ολική χολερυθρίνη. Αν η ολική χολερυθρίνη είναι εκτός ορίων, γίνεται περαιτέρω έλεγχος για να διαπιστωθεί το επίπεδο της άμεσης και έμμεσης χολερυθρίνης.
Η εξέταση της κρεατίνης (ή κινάση της φωσφοκρεατίνης, CK ή CPK) πραγματοποιείται για την ανίχνευση βλαβών του μυοκαρδίου ή των σκελετικών μυών ή βλάβης του κεντρικού νευρικού. Είναι δυνατόν να καθοριστεί το είδος του ιστού που έχει υποστεί τη βλάβη.
Οι διαδοχικές μετρήσεις των επιπέδων του καρδιακού ισοενζύμου της κινάσης της κρεατίνης (CK-MB) στον ορό, χρησιμοποιούνται στη διάγνωση του εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Η γαλακτική αφυδρογονάση (LDH) είναι ένα ενδοκυττάριο ένζυμο που βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα κύτταρα του σώματος και απελευθερώνεται μετά από βλάβη των ιστών. Όταν οι ιστοί του σώματος υποστούν βλάβη από τραυματισμό, ισχαιμία ή οξεοβασική ανισορροπία, η LDH απελευθερώνεται στην κυκλοφορία του αίματος.

Οι ολικές πρωτεΐνες ή ολικά λευκώματα του ορού αντανακλούν το συνολικό ποσό της αλβουμίνης και των σφαιρινών στον ορό.

Η ψευδοχολινεστεράση, που παράγεται κυρίως στο ήπαρ, βρίσκεται σε μικρές ποσότητες στο πάγκρεας, στο έντερο, στην καρδιά και στην λευκή ουσία του εγκεφάλου.
Η λειτουργία της αμυλάσης είναι η πέψη των σύνθετων υδατανθράκων. Η μέτρηση της αμυλάσης στον ορό συνήθως γίνεται για τη διάκριση του κοιλιακού άλγους που οφείλεται σε οξεία παγκρεατίτιδα από το κοιλιακό άλγος από άλλες αιτίες.
Η αλδολάση είναι ένα γλυκολυτικό ένζυμο που βρίσκεται σε όλα τα κύτταρα του σώματος. Όταν συμβεί βλάβη στο μυϊκό ιστό, τα κύτταρα καταστρέφονται με αποτέλεσμα την απελευθέρωση της αλδολάσης στο αίμα.
Ο σίδηρος (Fe) δρα ως μεταφορέας του οξυγόνου από τους πνεύμονες προς τους ιστούς και συμμετέχει έμμεσα στην επιστροφή του διοξειδίου του άνθρακα στους πνεύμονες. Αν και η πρωταρχική πηγή σιδήρου στο σώμα είναι η τροφή, μόνο ένα μικρό μέρος του σιδήρου της τροφής απορροφάται.
Η μέτρηση του σιδήρου στον ορό, χρησιμοποιείται στην αξιολόγηση της ύπαρξης λιγότερου ή περισσότερου σιδήρου από το κανονικό στο αίμα και την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Η φερριτίνη είναι μία από τις πρωτεΐνες που επηρεάζουν το μεταβολισμό του σιδήρου. Είναι υπεύθυνη για την αποθήκευσή του σε ορισμένα κύτταρα του σώματός σας, έτσι ώστε, όταν χρειάζεται, να το χρησιμοποιήσει το σώμα σας. Η υψηλή περιεκτικότητα σε φερριτίνη στο αίμα σας μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά στο σώμα σας.
Το φυλλικό οξύ ή φολικό οξύ, ευρέως γνωστό και ως βιταμίνη Β9, είναι μία υδατοδιαλυτή βιταμίνη που ανήκει στην οικογένεια των βιταμινών του συμπλέγματος Β. Χρησιμοποιούμε τον όρο «φυλλικό» για τις μορφές που βρίσκονται στο σώμα μας και «φολικό οξύ» για την πιο σταθερή μορφή της, που απαντάται σε συμπληρώματα.Αποτελεί μια απαραίτητη βιταμίνη για τον οργανισμό, καθώς το σώμα αδυνατεί να τη συνθέσει. Η πρόσληψη της εξασφαλίζεται μόνο μέσω των τροφών ή μέσω συμπληρωμάτων διατροφής. Το σώμα χρειάζεται το φυλλικό οξύ για τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων μέσω της σύνθεσης του DNA,για την σύνθεση RNA και γενετικής πληροφορίας, καθώς και για την κυτταρική διαίρεση, ειδικά στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης
Σχηματίζεται στο ήπαρ και μεταφέρει το σίδηρο των τροφών από τον εντερικό βλεννογόνο στις θέσεις αποθήκευσης του σιδήρου και στα σημεία σύνθεσης της αιμοσφαιρίνης (οστά, μυς, ερυθροκύτταρα, λεμφοκύτταρα).
Ο σίδηρος είναι ένα απαραίτητο στοιχείο για πολλές διαδικασίες του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς του οξυγόνου στους ιστούς.
Η βιταμίνη Β12 είναι αλλιώς γνωστή ως η βιταμίνη της ενέργειας, γιατί βοηθά στη σύνθεση του DNA, στην παραγωγή των κυττάρων του αίματος και στο σχηματισμό των νεύρων. Είναι σημαντική για ένα υγιές νευρικό και ανοσοποιητικό σύστημα. Χωρίς αυτή τη βιταμίνη ο μεταβολισμός μας δεν λειτουργεί κανονικά.
Η μειωμένη πρόσληψη   της βιταμίνης Β12 μπορεί να προκαλέσει σοβαρή και μη αναστρέψιμη βλάβη, ειδικά στον εγκέφαλο και στο νευρικό σύστημα. Σε επίπεδα μόνο ελαφρώς χαμηλότερα από τα φυσιολογικά, μπορεί να παρατηρηθεί, μεταξύ άλλων, μια σειρά από συμπτώματα όπως κόπωση, λήθαργος, κατάθλιψη, κακή μνήμη, δύσπνοια, πονοκέφαλοι και χλωμό δέρμα, ειδικά σε ηλικιωμένους.
Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη απαραίτητη στη καθημερινή διατροφή. Η σύνθεσή της γίνεται στο δέρμα με την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, ενώ υπάρχει και σε τροφές όπως τα λιπαρά ψάρια, ο κρόκος του αυγού, και τα εμπλουτισμένα γαλακτοκομικά και δημητριακά. Οι μορφές της είναι η εργοκαλσιφερόλη (βιταμίνη D2) και η χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D3).  Η βιταμίνη D2 προέχεται από διαιτητικές πηγές φυτικής προέλευσης. Η βιταμίνη D3 παράγεται στο δέρμα όταν εκτίθεται στο ηλιακό φως και πιο συγκεκριμένα στην υπεριώδη ακτινοβολία Β (UVB). Απαιτείται για τη φυσιολογική ανάπτυξη και ανάπτυξη του οστού στα παιδιά και συμβάλλει στην κανονική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος στα παιδιά.
Το ασβέστιο (Ca) βρίσκεται στο αίμα σε δύο μορφές. Περίπου το 50% βρίσκεται σε ελεύθερη μορφή και το άλλο 50% είναι συνδεδεμένο με πρωτεΐνες του πλάσματος, κυρίως με την αλβουμίνη. Η διατήρηση του ασβεστίου αίματος σε σταθερά επίπεδα επιτυγχάνεται μέσω τριών οργάνων (έντερο, οστά, νεφροί), των οποίων η λειτουργία ρυθμίζεται από ορμόνες, κυρίως την παραθορμόνη, την βιταμίνη D και κυττοκίνες.
Οι ηλεκτρολύτες αποτελούν ιχνοστοιχεία τα οποία εντοπίζονται στα υγρά του σώματος και συμμετέχουν σε πολλές βιοχημικές αντιδράσεις. Η διατήρηση της ισορροπίας τους στον ανθρώπινο οργανισµό είναι σηµαντική καθώς είναι απαραίτητοι για τις συσπάσεις των μυών, ώστε ο άνθρωπος να κινείται, να ανασαίνει, να γίνεται η κυκλοφορία του αίματος και γενικά να διατηρεί την ευρωστία του.
To κάλιο είναι το τρίτο σε αφθονία μέταλλο στον ανθρώπινο οργανισμό και αποτελεί έναν ισχυρό σύμμαχο στην προσπάθεια βελτίωσης της υγείας μας. Εκτός από τη λειτουργία του ως ηλεκτρολύτης, συμβάλει στη σωστή λειτουργία της καρδιάς, των οστών, των μυών, ενώ ρυθμίζει και την ισορροπία των σωματικών υγρών. Συμβάλλει επίσης σωστή λειτουργία του εγκεφάλου, επηρεάζοντας την μνήμη, την μάθηση και τα αντανακλαστικά των νεύρων.
Αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία για τον άνθρωπο καθώς από αυτό εξαρτώνται πολλές κυτταρικές λειτουργίες. Ο ανθρώπινος οργανισμός χρησιμοποιεί την ποσότητα που χρειάζεται από την πρόσληψη Νατρίου με τη διατροφή και η περίσσεια απεκκρίνεται στα ούρα.  Όταν υπάρχει πολύ νάτριο στον οργανισμό προκαλείται κατακράτηση νερού κάτι που αναγκάζει την καρδιά να σπρώχνει το αίμα πιο δυνατά με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγαλύτερη πίεση στα τοιχώματα των αρτηριών. Η αυξημένη αρτηριακή πίεση με τη σειρά της επιβαρύνει την καρδιά, τα μάτια, τα νεφρά και τον εγκέφαλο ενώ παράλληλα είναι από τις κύριες αιτίες καρδιακών προσβολών και εγκεφαλικών επεισοδίων. 
Το χλώριο είναι ένα μεταλλικό στοιχείο το οποίο συνήθως δεν υπάρχει ελεύθερο στη φύση. Η πιο συνηθισμένη χημική ένωση του χλωρίου είναι το χλωριούχο νάτριο, δηλαδή το αλάτι. Το χλώριο ως στοιχείο είναι απαραίτητο για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού καθώς αποτελεί ένα από τα στοιχεία που ρυθμίζουν το pH, βοηθώντας στην πέψη. Επειδή το χλώριο βρίσκεται πολύ συχνά σε συνδυασμό με το νάτριο, αλλαγές στα επίπεδα του νατρίου οδηγούν σε αντίστοιχες αλλαγές στα επίπεδα χλωρίου.
Το μαγνήσιο είναι ένα μέταλλο που συμμετέχει σε πάρα πολλές χημικές αντιδράσεις στο σώμα. Παρόλα αυτά, η ανεπάρκεια μαγνησίου είναι κοινή στα περισσότερα άτομα στις μέρες μας και η έλλειψη μαγνησίου είναι η πιο διαδεδομένη έλλειψη μετά την έλλειψη βιταμίνης D.
Η μέτρηση των επιπέδων μαγνησίου (Mg) χρησιμοποιείται ως δείκτης για τη καλή ή μη μεταβολική δραστηριότητα του σώματος και της νεφρικής λειτουργίας. Επιπλέον, το μαγνήσιο είναι πολύ σημαντικό για το μηχανισμό πήξης του αίματος ενώ, βοηθά στη μείωση της κόπωσης και στη φυσιολογική λειτουργία του νευρικού συστήματος.
Η μέτρηση του φωσφόρου στο αίμα, χρησιμοποιείται για τη διάγνωση και την παρακολούθηση πολλών παθολογικών καταστάσεων που αφορούν τα οστά, τους νεφρούς και τους παραθυρεοειδείς αδένες. Ο φώσφορος απορροφάται στο λεπτό έντερο, με τη βοήθεια της βιταμίνης D. Όπως και το ασβέστιο, ο φώσφορος ελέγχεται από τη παραθορμόνη (ΡΤΗ). Κατέχει μια αντίστροφη σχέση με το ασβέστιο: η αύξηση στον ορό του ενός, έχει σαν αποτέλεσμα τα νεφρά να απεκκρίνουν το άλλο.
Ο ψευδάργυρος (Zn) είναι ένα σημαντικό ιχνοστοιχείο, συμπαράγοντας της καρβονικής ανυδράσης, της αλκαλικής φωσφατάσης, των RNA και DNA πολυμερασών, της αλκοολικής αφυδρογονάσης και πολλών άλλων σημαντικών ενζύμων και πρωτεϊνών. Ο ψευδάργυρος είναι βασικό στοιχείο για την ενεργό επούλωση των πληγών.
Ο χαλκός (Cu) είναι ένα βασικό ιχνοστοιχείο, απαραίτητο στην σύνθεση της αιμοσφαιρίνης και στην ενεργοποίηση των ενζύμων της αναπνευστικής αλυσίδας. Σε φυσιολογικές συνθήκες, περισσότερο από το 95% του χαλκού στον ορό βρίσκεται δεσμευμένο στην σερουλοπλασμίνη ενώ το υπόλοιπο συνδέεται χαλαρά με την αλβουμίνη.
Η τροπονίνη είναι ένα πρωτεϊνικό σύμπλεγμα που ρυθμίζει τη σύσπαση των γραμμωτών μυών και η μέτρησή της βοηθάει στην ανίχνευση καρδιακού επεισοδίου όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Η τροπονίνη Ι απελευθερώνεται στην κυκλοφορία του αίματος μέσα σε λίγες ώρες από την εμφάνιση των συμπτωμάτων του εμφράγματος του μυοκαρδίου ή της ισχαιμικής βλάβης.

ΧΡΕΙΑΖΕΣΤΕ ΒΟΗΘΕΙΑ ?

Το καταρτισμένο δυναμικό μας περιμένει να σας εξυπηρετήσει
με τον καλύτερο δυνατό τρόπο!