Η 17-υδροξυπρογεστερόνη είναι μια ορμόνη που βρίσκεται αυξημένη σε ασθενείς με συγγενή υπερπλασία των επινεφριδίων. Η μέτρηση της 17-υδροξυπρογεστερόνης χρησιμοποιείται επίσης για τη διερεύνηση της υπερτρίχωσης και της υπογονιμότητας σε γυναίκες καθώς και στην επιβεβαίωση ή τον αποκλεισμό ορισμένων όγκων των επινεφριδίων και των ωοθηκών.
Η μέτρηση της φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης στο πλάσμα, χρησιμοποιείται στη διερεύνηση των αιτίων της υπερ- και της υπό-κορτιζολαιμίας.
Η μέτρηση του πεπτιδίου C χρησιμοποιείται για τη διερεύνηση περιπτώσεων υπογλυκαιμίας καθώς και στην αξιολόγηση του αποθεματικού της ινσουλίνης σε ορισμένες κατηγορίες διαβητικών ασθενών, που είτε έχουν αυτοαντισώματα έναντι της ινσουλίνης, είτε λαμβάνουν θεραπεία ινσουλίνης.
Η μέτρηση της θειικής δεϋδροεπιανδροστερόνης (DHEA-S) χρησιμοποιείται στη διάγνωση και τη διαφορική διάγνωση της υπερπαραγωγής ανδρογόνων (υπερανδρογονισμός – σε συνδυασμό με μετρήσεις και άλλων στεροειδών ορμονών), στη διερεύνηση γυναικών με αμηνόρροια, υπογονιμότητα και υπερτρίχωση, στη διάγνωση και την παρακολούθηση της συγγενούς υπερπλασίας των επινεφριδίων καθώς και στη διάγνωση της πρόωρης αδρεναρχής (πρόωρη έναρξη έκκρισης ανδρογόνων σε παιδιά).
Η μέτρηση της σφαιρίνης δεσμεύουσας τις φυλετικές ορμόνες (SHBG), χρησιμοποιείται στη διάγνωση και παρακολούθηση γυναικών με συμπτώματα και σημεία υπερβολικής παραγωγής ανδρογόνων (π.χ. σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και ιδιοπαθής υπερτρίχωση), στην παρακολούθηση της αντι-ανδρογόνου θεραπείας, στη διάγνωση των διαταραχών της ήβης, στη διάγνωση και παρακολούθηση της νευρικής ανορεξίας, ως συμπληρωματική εξέταση στη διάγνωση της θυρεοτοξίκωσης καθώς και στη διάγνωση και την παρακολούθηση της αντίστασης στην ινσουλίνη και την εκτίμηση του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων και διαβήτη τύπου 2, ιδιαίτερα σε γυναίκες.
Η μέτρηση των κατεχολαμινών (αδρεναλίνη, νοραδρεναλίνη και ντοπαμίνη) χρησιμοποιείται στη διάγνωση του φαιοχρωμοκυττώματος (όγκος της μυελώδους μοίρας των επινεφριδίων) και των παραγαγγλιωμάτων (νεοπλασίες των περιφερικών νεύρων). Και οι δυο αυτοί τύποι νεοπλασιών μπορεί να προκαλέσουν παροξυσμική ή χρόνια αρτηριακή υπέρταση. Η μέτρηση των κατεχολαμινών χρησιμοποιείται επίσης στην παρακολούθηση ασθενών με νευροβλάστωμα.
Η μέτρηση της αλδοστερόνης χρησιμοποιείται στη διερεύνηση ασθενών με αρτηριακή υπέρταση και περιπτώσεων πρωτοπαθούς και δευτεροπαθούς αλδοστερονισμού.
Η αντιμυλλέριος ορμόνη (AMH), γνωστή επίσης και ως μυλλέριος ανασταλτική ουσία (MIS) παράγεται από τα κύτταρα Sertoli των όρχεων στους άνδρες και τα κοκκιώδη κύτταρα των ωοθηκών στις γυναίκες, με ένα φυλετικά διμορφικό μοτίβο που την καθιστά ένα χρήσιμο δείκτη στον έλεγχο των διαταραχών των γονάδων, τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες. Η αντιμυλλέριος ορμόνη είναι μια γλυκοπρωτεΐνη μέλος της υπεροικογένειας του TGF, του αυξητικού παράγοντα που ρυθμίζει την ανάπτυξη των ιστών και τη διαφοροποίηση.
Η μέτρηση της αυξητικής ορμόνης στο αίμα χρησιμοποιείται για τη διάγνωση της ακρομεγαλίας και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας της νόσου καθώς και για τη διάγνωση της ανεπάρκειας της αυξητικής ορμόνης (σε συνδυασμό με δοκιμάσιες διέγερσης).
Η μέτρηση της β-χοριακής γοναδοτροπίνης στο αίμα χρησιμοποιείται για την έγκαιρη διάγνωση και την παρακολούθηση της εγκυμοσύνης, για τον έλεγχο ασθενών με τροφοβλαστική νόσο της κύησης (μύλη κύηση), για την αξιολόγηση και παρακολούθηση ασθενών με όγκους όρχεων καθώς και για την παρακολούθηση έκτοπων κυήσεων.
Αυξημένη συγκέντρωση ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης παρατηρείται ορισμένες φορές σε φυσιολογική εγκυμοσύνη, αλλά μπορεί επίσης να είναι ένδειξη χοριακού καρκινώματος, μύλης κύησης ή πολλαπλής εγκυμοσύνης.
Η μείωση της συγκέντρωσης της hCG είναι ενδεικτική απειλούμενης αποβολής, πρόσφατου τερματισμού της εγκυμοσύνης, έκτοπη κύηση ή ενδομήτριο θάνατο.
Αυξημένη συγκέντρωση ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης παρατηρείται ορισμένες φορές σε φυσιολογική εγκυμοσύνη, αλλά μπορεί επίσης να είναι ένδειξη χοριακού καρκινώματος, μύλης κύησης ή πολλαπλής εγκυμοσύνης.
Η μείωση της συγκέντρωσης της hCG είναι ενδεικτική απειλούμενης αποβολής, πρόσφατου τερματισμού της εγκυμοσύνης, έκτοπη κύηση ή ενδομήτριο θάνατο.
Η μέτρηση της γαστρίνης χρησιμοποιείται στη διερεύνηση ασθενών με αχλωρυδρία ή κακοήθη αναιμία, στον έλεγχο ασθενών με πιθανό σύνδρομο Zollinger-Ellison καθώς και στη διάγνωση του γαστρινώματος.
Η μέτρηση της γλυκαγόνης στο αίμα χρησιμοποιείται στη διάγνωση της γλυκαγονώματος, ενός νεοπλάσματος των άλφα-κυττάρων των νησιδίων του Langerhans και στη διερεύνηση της υπογλυκαιμίας που προκαλείται από τη χρόνια παγκρεατίτιδα ή την ιδιοπαθή ανεπάρκεια της γλυκαγόνης.
Η μέτρηση της Δ4-ανδροστενεδιόνης χρησιμοποιείται στη διάγνωση και τη διαφορική διάγνωση της υπερπαραγωγής ανδρογόνων (υπερανδρογονισμός – σε συνδυασμό με μετρήσεις και άλλων στεροειδών ορμονών), στη διάγνωση και την παρακολούθηση της συγγενούς υπερπλασίας των επινεφριδίων καθώς και στη διάγνωση της πρόωρης αδρεναρχής (πρόωρη έναρξη έκκρισης ανδρογόνων σε παιδιά).
Η μέτρηση της ερυθροποιητίνης στον ορό χρησιμοποιείται στη διάγνωση των αναιμιών και των πολυκυτταραιμιών. Με την χορήγησης της ανασυνδυασμένης ερυθροποιητίνης ως βιολογικής θεραπείας για την αύξηση των ερυθρών αιμοσφαιρίων, η μέτρηση της ερυθροποιητίνης μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης για την παρακολούθηση της απόκρισης στη θεραπεία.
Η μέτρηση της θυλακιοτρόπου ορμόνης στον ορό χρησιμοποιείται για τη διάγνωση του υπογοναδισμού, την αξιολόγηση της υπογονιμότητας, για τον έλεγχο των διαταραχών της εμμήνου ρύσεως, την πρώιμη εφηβεία και την εμμηνόπαυση.
Η μέτρηση της ωχρινοποιητικής ορμόνης στον ορό, χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των ανωμαλιών του έμμηνου κύκλου, την εκτίμηση ασθενών με υποψία υπογοναδισμού, στην πρόβλεψη του χρόνου της ωορρηξίας, στην εκτίμηση της γυναικείας υπογονιμότητας καθώς και διαφόρων βλαβών της υπόφυσης (πολύ συχνά, η αυξητική ορμόνη και η LH είναι οι πρώτες ορμόνες που επηρεάζονται σε βλάβες της υπόφυσης).
Η μέτρηση της προλακτίνης στον ορό χρησιμοποιείται στην αξιολόγηση των όγκων της υπόφυσης, της αμηνόρροιας, της γαλακτόρροιας, της υπογονιμότητας και του υπογοναδισμού καθώς και στην παρακολούθηση της θεραπείας όγκων που παράγουν προλακτίνη.
Η μέτρηση της οιστρόνης στον ορό χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, στις παρακάτω περιπτώσεις:
- Για την εργαστηριακή διαγνωστική προσέγγιση (μεταξύ άλλων εξετάσεων) της πρώιμης και καθυστερημένης ήβης σε γυναίκες και σε μικρότερο βαθμό, σε άνδρες
- Για την εργαστηριακή διαγνωστική προσέγγιση (μεταξύ άλλων εξετάσεων) των διαταραχών του μεταβολισμού των στεροειδών ορμονών του φύλου (π.χ. ανεπάρκεια αρωματάσης και ανεπάρκεια 17 α-υδροξυλάσης)
- Ως συμπληρωματική εξέταση στον έλεγχο της οστεπόρωσης, για την αξιολόγηση του κινδύνου καταγμάτων μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών
- Παρακολούθηση της ορμονοθεραπείας υποκατάστασης σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση
- Παρακολούθηση της θεραπείας με αντι-οιστρογόνα (π.χ. θεραπεία με αναστολείς της αρωματάσης)
Η μέτρηση της προγεστερόνης στον ορό χρησιμοποιείται για την επιβεβαίωση της εμφάνισης ωορρηξίας, για την αξιολόγηση της υπογονιμότητας, κατά τον έλεγχο παθολογικής αιμορραγίας της μήτρας (μητρορραγίας), για την αξιολόγηση της υγείας του πλακούντα σε εγκυμοσύνη υψηλού κινδύνου, για τον προσδιορισμό της αποτελεσματικότητας των ενέσεων προγεστερόνης που χορηγούνται σε γυναίκες για την υποστήριξη της πρώιμης εγκυμοσύνης καθώς και κατά τον έλεγχο ορισμένων ασθενών με διαταραχές των επινεφριδίων.
Η μέτρηση της ολικής τεστοστερόνης στον ορό χρησιμοποιείται στις εξής περιπτώσεις:
- Αξιολόγηση των ανδρών με συμπτώματα ή σημεία πιθανού υπογοναδισμού, όπως απώλεια της λίμπιντο, στυτική δυσλειτουργία, γυναικομαστία, οστεοπόρωση ή υπογονιμότητα
- Αξιολόγηση των αγοριών με καθυστερημένη ή πρόωρη εφηβεία
- Παρακολούθηση της θεραπείας υποκατάστασης με τεστοστερόνη
- Παρακολούθηση της αντι-ανδρογονικής θεραπείας (π.χ. στον καρκίνο του προστάτη, την πρόωρη εφηβεία, τη θεραπεία της ιδιοπαθούς υπερτρίχωσης, κλπ.)
- Αξιολόγηση των γυναικών με υπερτρίχωση, αρρενοποίηση και ολιγομηνόρροια
- Αξιολόγηση των γυναικών με συμπτώματα και σημεία ανεπάρκειας της τεστοστερόνης
- Αξιολόγηση βρεφών με διφορούμενα γεννητικά όργανα
- Διάγνωση όγκων που εκκρίνουν ανδρογόνα
Η μέτρηση της ελεύθερης τεστοστερόνης στον ορό, χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της υπερτρίχωσης και της αρρενοποίησης στις γυναίκες καθώς και για την αξιολόγηση της λειτουργίας των όρχεων, σε κλινικές καταστάσεις όπου οι πρωτεΐνες δέσμευσης της τεστοστερόνης στον ορό του αίματος, μπορεί να να είναι επηρεασμένες (παχυσαρκία, κίρρωση, διαταραχές του θυρεοειδούς).
Η μέτρηση της TSH στον ορό χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της πιθανής δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα και την ανίχνευση ήπιων μορφών (υποκλινικών) καθώς και ο εμφανών περιπτώσεων πρωτοπαθούς υπο-και υπερ-θυρεοειδισμού, για την παρακολούθηση των ασθενών με θεραπεία υποκατάστασης των θυρεοειδικών ορμονών, για την επιβεβαίωση της καταστολής της TSH σε ασθενείς με καρκίνο του θυρεοειδούς υπό θεραπεία καταστολής και για την πρόβλεψη της απόκρισης μετά από διέγερση με την ορμόνη απελευθέρωσης της θυρεοτρόπου ορμόνης.
Η μέτρηση της ολικής θυροξίνης χρησιμοποιείται κυρίως για την παρακολούθηση της θεραπείας των παθήσεων του θυρεοειδούς με συνθετικές ορμόνες και την παρακολούθηση της θεραπείας του υπερθυρεοειδισμού με θειοουρακίλη και άλλα αντιθυρεοειδικά φάρμακα.
Η μέτρηση της ολικής τριιωδοθυρονίνης (Τ3), χρησιμοποιείται ως συμπληρωματική εξέταση για τον έλεγχο του υπερθυρεοειδισμού σε ασθενείς με χαμηλές τιμές TSH και φυσιολογικά επίπεδα θυροξίνης (Τ4) καθώς και για τη διάγνωση της τοξίκωσης από τριιωδοθυρονίνη.
Η θυρεοσφαιρίνη (Tg) είναι μια γλυκοπρωτεΐνη του θυρεοειδούς που παίζει ρόλο στη σύνθεση της τριιωδοθυρονίνης (Τ3) και της θυροξίνης (Τ4).
Η μέτρηση της ελεύθερης τριιωδοθυρονίνης (FΤ3) στον ορό, χρησιμοποιείται ως συμπληρωματική εξέταση για τον έλεγχο του υπερθυρεοειδισμού σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες εξετάσεις ελέγχου της λειτουργίας του θυρεοειδούς, για την αξιολόγηση κλινικά ευθυρεοειδικών ασθενών που έχουν τροποποιημένη κατανομή των πρωτεϊνών που δεσμεύουν τις θυρεοειδικές ορμόνες καθώς και για την παρακολούθηση της θεραπείας υποκατάστασης των θυρεοειδικών ορμονών.
Η μέτρηση της ελεύθερης Τ4 χρησιμοποιείται κυρίως για την αξιολόγηση των διαταραχών της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα συνήθως μαζί με τη μέτρηση της θυρεοτρόπου ορμόνης (TSH).
Η μέτρηση των αντισωμάτων έναντι της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης (αντιμικροσωμιακά αντισώματα) χρησιμοποιείται για την εργαστηριακή διάγνωση και επιβεβαίωση των αυτοάνοσων νοσημάτων του θυρεοειδούς και τη διαφορική τους διάγνωση από τις μη-αυτοάνοσες παθήσεις του θυρεοειδούς.
Η μέτρηση των αντισωμάτων έναντι της θυρεοσφαιρίνης (αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα, αντί-TG) χρησιμοποιείται για την εργαστηριακή διάγνωση και επιβεβαίωση των αυτοάνοσων νοσημάτων του θυρεοειδούς, της θυρεοειδίτιδας Hashimoto, της νόσου Graves, του νεογνικού υποθυρεοειδισμού και της θυρεοειδίτιδας μετά τον τοκετό.
Η μέτρηση της παραθορμόνης χρησιμοποιείται στη διάγνωση και διαφορική διάγνωση της υπερασβεσταιμίας, στη διάγνωση του πρωτοπαθούς, δευτεροπαθούς και τριτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού, στη διάγνωση του υποπαραθυρεοειδισμού καθώς και στην παρακολούθηση ασθενών με νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου για πιθανή νεφρική οστεοδυστροφία.